- έναθλος
- -η, -ο (AM ἔναθλος, -ον)αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλονο αγώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνάθλοις — ἔναθλος laborious masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναθλα — ἔναθλος laborious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναθλοι — ἔναθλος laborious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)